- όχθη
- η берег, побережье (реки, озера)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὄχθη — any height fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὀχθέω to be sorely angered pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὀχθέω to be sorely angered imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχθῃ — ὄχθη any height fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όχθη — η (Α ὄχθη) 1. το εξέχον τμήμα ξηράς κοντά στην επιφάνεια τών νερών ποταμού ή λίμνης 2. παραλία, ακτή, ακρογιαλιά αρχ. 1. κάθε ύψωμα γης τεχνητό ή φυσικό, πρόχωμα, σώρευμα ανασκαμμένης γης 2. (στον πληθ. και συν. με τη λ. ποταμός) αἱ ὄχθαι α)… … Dictionary of Greek
όχθη — η 1. ακτή λίμνης ή ποταμού. 2. ακτή θάλασσας, ακροθαλασσιά, παραλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὄχθαι — ὄχθη any height fem nom/voc pl ὄχθᾱͅ , ὄχθη any height fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχθῶν — ὄχθη any height fem gen pl ὀχθέω to be sorely angered pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχθαις — ὄχθη any height fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχθαισι — ὄχθη any height fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχθαισιν — ὄχθη any height fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχθην — ὄχθη any height fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχθης — ὄχθη any height fem gen sg (attic epic ionic) ὀχθέω to be sorely angered imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)